- Καραγάτσης, M
- (Αθήνα 1908 – 1960). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του πεζογράφου Δημητρίου Ροδόπουλου. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Παρίσι, αλλά τελικά ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία και τη θεατρική κριτική, για να μπορέσει να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Έγραψε πλήθος βιβλίων, μεταξύ των οποίων τα μυθιστορήματα Συνταγματάρχης Λιάπκιν (1933), Χίμαιρα (1936), Γιούγκερμαν (1939), Τα στερνά τουΓιούγκερμαν (1940), Βασίλης Λάσκος (1948) κ.ά. και τα διηγήματα Το συναξάρι των αμαρτωλών (1935), Ηλιτανεία των ασεβών (1940), Νυχτερινή ιστορία (1943) κ.ά. Τα περισσότερα από τα βιβλία του γνώρισαν αλλεπάλληλες εκδόσεις καθώς ο Κ., προικισμένος με το χάρισμα της άνετης αφήγησης, μπόρεσε να κερδίσει ένα πλατύ αναγνωστικό κοινό. Σε αυτό συνετέλεσε και ένα άλλο γνώρισμα του έργου του: ο Κ. ήταν ο πρώτος που εισήγαγε στην ελληνική λογοτεχνία την περιγραφή ενός ωμού ερωτισμού, ενισχυμένου με πληθωρική φαντασία. Παρά τα νέα αυτά στοιχεία, ο Κ. έμεινε πιστός στην ορθόδοξη δομή του μυθιστορήματος και του διηγήματος, χωρίς να πειραματιστεί με τις νεότερες τάσεις (εσωτερικός μονόλογος, ανάμειξη αυτοβιογραφικών στοιχείων, διάσπαση της ενότητας του μύθου κλπ.), οι οποίες δεν είχαν κατορθώσει μέχρι τότε να κατακτήσουν το ευρύτερο κοινό. Επηρεασμένος από τον πανσεξουαλισμό του, αμέλησε να χαράξει σαφή κοινωνικά περιγράμματα που θα περιέβαλαν τους ήρωές του. Ο Κ. επιστράτευσε τους πιο γνωστούς και συναρπαστικούς ήρωές του (ο Σλάβος Λιάπκιν και ο Φιλανδός Γιούγκερμαν), που εγκαταστάθηκαν λόγω του εκπατρισμού τους στην Ελλάδα, όχι για να εγκλιματιστούν και να αφομοιωθούν αλλά για να ξαφνιάσουν με τον εξωτισμό τους, από τη λεγεώνα των διεθνών τυχοδιωκτών. Οι τύποι αυτοί είναι α-κοινωνικοί και ακατάλληλοι να συμβολίσουν και να εκφράσουν δυναμικά ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον, μια ορισμένη εποχή. Αυτή η απροθυμία του Κ. να εμβαθύνει στα κοινωνικά φαινόμενα, να πράξει δηλαδή κάτι που αποτελεί ένα από τα κύρια μελήματα των μεγάλων μυθιστοριογράφων, αποτελεί την αδυναμία του έργου του. Έτσι οι ήρωες του Κ. μεταβάλλονται, παρά το επιδέξιο πλάσιμό τους, σε φανταχτερές μορφές χωρίς κοινωνική ρίζα και κίνητρα. Η δύναμη που τους κινεί, η οποία στα βιβλία του παίρνει τη σημασία μιας διαχρονικής παγκοσμιότητας, είναι η ορμή για αναπαραγωγή (ορθότερα, η λαγνεία του έρωτα), που αγγίζει σε ορισμένες περιπτώσεις πρωτοφανή έξαρση (Χίμαιρα).
Dictionary of Greek. 2013.